- ἐπιοίνιον
- ἐπιοίνιοςatmasc/fem acc sgἐπιοίνιοςatneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιοίνιος — ἐπιοίνιος, ον (Α) [οίνος] αυτός που αναφέρεται στο κρασί, που γίνεται πάνω στο κρασί ή για το κρασί («ἐπιοίνιον ἆθλον», Θέογν.) … Dictionary of Greek